καθάριος

καθάριος
-α, -ο (AM καθάριος, -ον, Α και καθάρειος, -ον)
καθαρός, παστρικός
νεοελλ.
1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» — αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα, παροιμ.)
2. τέλειος, αψεγάδιαστος, ανεπίληπτος («κλέφτης άπιαστος, καθάριος νοικοκύρης» — ο κλέφτης που διαφεύγει τη σύλληψη μπορεί να παριστάνει τον αψεγάδιαστο νοικοκύρη, παροιμ.)
νεοελλ.-μσν.
1. λαμπερός, αστραφτερός, ξάστερος, διαυγής («καθάριος ουρανός»)
2. ξεκάθαρος, σαφής («καθάρια λόγια»)
3. επίπεδος, ίσιος
μσν.
1. εξαγνισμένος, αγνός
2. αθώος
3. άπειρος
4. διορατικός
5. απαλλαγμένος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθάριον
η διαύγεια
αρχ.
1. αυτός που αγαπά την καθαριότητα («καθαριώτατόν ἐστι τὸ ζῷον», Αριστοτ.)
2. λεπτός, κομψός
3. γραμμ. απλός, αγνός, αμιγής («καθάρειον όνομα»)
4. (το αρσ. πληθ. στον συγκρ. ως ουσ.) οι καθαρειότεροι
οι ευπρεπείς, οι σεβάσμιοι άνδρες
5. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ καθάρειον
το εύγευστο τής τροφής, η νοστιμιά
β) τὸ καθάριον
ιατρικό καθαρτικό
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ καθάρειοι
αυτοί που χρησιμοποιούν καθαρή γλώσσα, ακριβολόγοι
7. φρ. «καθάρειος ἄρτος» — ο λευκός άρτος.
επίρρ...
καθάρια (Α καθαρείως και καθαρίως, Μ καθάρια)
1. με καθαριότητα, καθαρά, παστρικά, ευπρεπώς
2. με σαφήνεια, ευκρινώς («καθαρείως ὑποδεῑξαι», Πολ.)
νεοελλ.-μσν.
ξεκάθαρα, αναμφισβήτητα, ολοφάνερα
μσν.
1. εντελώς, πέρα για πέρα
2. αληθινά
αρχ.
1. κομψά, με χάρη («καθαρείως εἰργασμένος» Φίλ.)
2. λιτά, οικονομικά («μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως»)
3. άψογα, άμεμπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθάρειος < καθαρός + επίθημα -ειος
είναι αβέβαιο αν πρόκειται για αναλογικό σχηματισμό προς το ἀστ-εῑος. Ο τ. καθάριος μπορεί να οφείλεται σε ιωτακισμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθάριος — α, ο επίρρ. α 1. καθαρός, παστρικός: Σήμερα φόρεσε καθάριο πουκάμισο. 2. διαυγής: Καθάριος ουρανός αστραπές δε φοβάται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθάριος — καθάρειος cleanly masc/fem nom sg καθάριος cleanly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρίει — καθάριος cleanly neut nom/voc/acc dual (attic epic) καθαρίεϊ , καθάριος cleanly neut dat sg (epic ionic) καθάριος cleanly neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • Катя — Екатерина  женское имя. По одной из версий произошло от греческого слова Катариос (καθάριος), что переводится как чистая; чистокровная; непорочная; безупречная; простая; чистейшая. Уменьшительно ласкательные формы: Катя, Катюша, Катёнок,Катёнка,… …   Википедия

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ζευγάς — ο [ζεύγος] 1. αυτός που έχει ζεύγος βοδιών που καλλιεργούν τη γη, ο ζευγολάτης 2. παροιμ. «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ή «ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς» δεν πρέπει να περισπάται κάποιος σε ασυμβίβαστες ασχολίες …   Dictionary of Greek

  • ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… …   Dictionary of Greek

  • ιθαρός — ἰθαρός, ά, όν (Α) 1. εύθυμος, χαρωπός 2. καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἰθ τού ρ. ἰθ αίνω + κατάλ. αρός (πρβλ. μι αρός) συνδέεται με το ινδοϊρανικό *idhra «καθάριος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τής λ. κρήνη, αποτελεί γλώσσα τού Ησύχ. και… …   Dictionary of Greek

  • καθάρειος — καθάρειος, ον (Α) βλ. καθάριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”